O Βασίλης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στη Βάστα της Πελοποννήσου, ένα χωριό της Αρκαδίας κοντά στη Μεγαλούπολη, το μεσημεράκι της 21ης Ιουνίου του 1950. Ο ίδιος -χρόνια μετά κι όταν είχε καθιερωθεί στο μουσικό στερέωμα- έγραψε κάπου στα 1992 ένα αυτοβιογραφικό τραγούδι, με απλότητα, αλλά και με τόσο βαθύ νόημα:
"Γεννήθηκα σ\' ένα χωριό Τετάρτη μεσημέρι
γιατρός δε με ξεπέταξε μα μιας μαμής το χέρι.
Οι συγγενείς μαζεύτηκαν από νωρίς στο σπίτι:
"Πώς είναι έτσι το παιδί, και τι μεγάλη μύτη!""
Ο Βασίλης ήταν παιδί με καλλιτεχνικές ανησυχίες και φρόντιζε αυτές να γίνονται αντιληπτές κι απ\' τους συνανθρώπους του, όχι μόνο από ψώνιο, αλλά ουσιαστικά οι ανάγκες τις εποχής ήταν που ωθούσαν τα παιδιά να προσπαθούν να επιδείξουν αυτό στο οποίο είναι καλά, για να ανταμειφθούν και υλικά αλλά και ψυχολογικά:
"Εγώ ήμουν μεγάλη ψωνάρα από πιτσιρίκι. Μεγάλωσα σε ένα χωριό, η τάξη μου στο δημοτικό τότε είχε 8 άτομα, μαθητές στην Α\' δημοτικού, που σημαίνει μια πολύ μικρή κοινωνία. Να φανταστείς ότι τα παιδιά φεύγανε από το χωριό μας που δεν είχε γυμνάσιο και πηγαίνανε στη Μεγαλούπολη. Τα παιδιά αυτά μάζευαν χόρτα για να τρώνε. Απίστευτη φτώχεια που σημαίνει ότι γεννάει και μια καταπίεση. Γεννάει όμως και φιλοδοξίες. Γιατί το κάθε παιδί ήθελε να ξεφύγει απ\' αυτήν την μιζέρια. Βέβαια αυτό είχε και τα καλά του."
Πώς όμως αναδείκνυε ο Βασίλης αυτά τα καλά στους γύρω του;
"Συνέχεια ανέβαινα και τραγουδούσα στα δένδρα και στα κεραμίδια του σπιτιού. Γι\' αυτό λέω ότι ήμουν ψωνάρα. Γιατί δεν τραγουδούσα στο δρόμο ή στο σπίτι. Ήθελα από ψηλά. Ένιωθα ότι από κάτω είναι κι άλλοι και με θαυμάζουν, χωρίς να υπάρχει βέβαια κανείς. Αργότερα το κάλυψα κι αυτό. Όταν ερχόταν ο ταχυδρόμος στο καφενείο του χωριού μαζευόταν ο κόσμος. Εμείς δεν είχαμε ξενιτεμένο για να περιμένουμε γράμμα του, αλλά πήγαινα στο καφενείο, ανέβαινα στο τραπέζι κι έλεγα ποιήματα. Επειδή έβρισκα κοινό."
Οι δυσκολίες της εποχής κινούν την οικογένεια Παπακωνσταντίνου να μετακομίσει στην Αθήνα κάπου στα 1957, όταν ο Βασίλης είναι 7 χρόνων.
Με τη μητέρα του, την κυρία Σταυρούλα, που του τραγουδούσε συνέχεια, τον πατέρα του Σπύρο, που προσπαθούσε να τα βγάζει πέρα έχοντας πάντα έντονη την αίσθηση του δικαίου μέσα του - με «θητεία» και στη Μακρόνησο - και τ\' αδέλφια του Αθανασία, Δήμητρα και Ανδρέα, έρχονται στην Αθήνα. Πήγανε στην Αγία Παρασκευή, γιατί εκεί έμενε ένας αδερφός της μητέρας του, ο θείος Φώτης που δούλευε στις οικοδομές και μαζί του θα δούλευε και ο πατέρας του. Μένανε στο πλυσταριό μιας βίλας. Η γκαζιέρα ήταν η μοναδική πηγή ενέργειας και ο ίδιος ενθουσιάστηκε με το ηλεκτρικό ρεύμα και τα πολλά αυτοκίνητα. «Ο μπαμπάς δούλευε πρωί με ήλιο οικοδόμος», θυμάται ο Βασίλης, «και η μαμά έλειπε πολύ γιατί έπλενε σε άλλα σπίτια. Εμείς πάλι, έλειπε ο γάτος χόρευαν τα ποντίκια...γι\' αυτό πέρασα χαρούμενη, παιδική ζωή...».
Ύστερα από 3 χρόνια στην Αγία Παρασκευή, ήρθε το τυχερό. Ο πατέρας του κέρδισε με κλήρωση ένα διαμέρισμα στις εργατικές κατοικίες της Νέας Φιλαδέλφειας και η «καλή ζωή» συνεχίστηκε για τον έφηβο πια Βασίλη. Οι Απόκριες, το ποδόσφαιρο, οι φωτιές του ’ι - Γιάννη, ο «πόλεμος» με τις άλλες γειτονιές, όπως και το άλσος δίπλα από το δάσος της Ν. Φιλαδέλφειας που το ξέρει δέντρο προς δέντρο, είναι κάποιες από τις ευτυχισμένες στιγμές που πολλές φορές νοσταλγεί.
Η Νέα Φιλαδέλφεια δεν έχει ουδεμία σχέση με τη Βάστα. Οι ασχολίες των παιδιών είναι διαφορετικές, όχι όμως τόσο όσο είναι σήμερα. Η νέα μόδα που λέει "δεν ξέρω ούτε το γείτονά μου, οπότε δεν του μιλάω" δεν έχει επικρατήσει ακόμη. Έτσι, η γειτονιά του Βασίλη (όπως και οι περισσότερες γειτονιές που βρίσκονται στα περίχωρα της Αττικής) είναι ακόμα μία κοινωνική ομάδα. Τα παιδιά παίζουν πετροπόλεμο και δημιουργούν διάφορα συγκροτήματα, μιμούμενοι τα διάσημα rock συγκροτήματα που με τα τραγούδια τους προκαλούν υστερία στους θαυμαστές τους. Η δεκαετία του 1960, με τους Beatles, τους Animals και τους Pink Floyd, επηρεάζει το Βασίλη που -λίγο καιρό αφότου έχει πάρει την πρώτη του κιθάρα- δημιουργεί τους CROSSWORDS (Σταυρόλεξα): "Ήμασταν πολύ μυστηριακοί τύποι" λέει τώρα αστειευόμενος. Η πρώτη τους συναυλία πάντως στέφεται με απόλυτη επιτυχία: "Ήρθε όλη η γειτονιά!".
Στην πορεία το «Φορτηγό» του Διονύση Σαββόπουλου τον έκανε να αλλάξει κιθάρα. ’φησε την ηλεκτρική και παρ\' όλο που έπαιζε ροκ στα μαγαζιά, πήγε στην «Πράσινη γωνιά» στη Φιλοθέη να τραγουδήσει Νέο Κύμα και στη συνέχεια στην Πλάκα και , στην "Απανεμιά" και στις «Εσπερίδες» του Γιάννη Αργύρη. «Τον θεωρώ πραγματικό δάσκαλό μου» λέει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Ακολουθεί η συνεργασία με την Χωματά, το Βιολάρη και τον Χατζή, όπως επίσης και με τον Γιώργο Ζωγράφο,τη Πόπη Αστεριάδη, και, αργότερα, το Τζίμη Πανούση, το Σάκη Μπουλά κ.λπ Κάθε τόσο ο Βασίλης χτυπάει την πόρτα των δισκογραφικών εταιρειών με ελπίδα, η οποία όμως γκρεμίζεται συνεχώς από τις αρνητικές απαντήσεις τους. Οι εταιρείες έβρισκαν τη φωνή του Βασίλη πολύ ντεμοντέ, επαναστατική, ακατάλληλη για την εποχή : "Δεν πουλάει".
Όταν παρουσιάστηκε στην Τρίπολη, είπε στους υπεύθυνους ότι ξέρει να παίζει πολλά όργανα. Οι άνθρωποι της λέσχης ενθουσιάστηκαν και δήλωσαν ότι θα φρόντιζαν να τον κρατήσουν εκεί. Και μετά ήρθαν οι ειδικότητες... «Εγώ έγινα ένας υπερήφανος οδηγός τανκς και ο Δημήτρης Μητροπάνος, που παρουσιαστήκαμε στην ίδια σειρά, έγινε ένας περήφανος "μουλαράς" - συντηρητής αλόγων και μουλαριών. Στη γιορτή τραγουδούσαμε μαζί. Ο Δημήτρης βέβαια ήταν ήδη γνωστός τότε".
Μετά το στρατό τραγούδησε στην «Ξαστεριά», στην Πλάκα, μαζί με το Δημήτρη Σκαμάγκα, τον Χρήστο Τόλιο και το Σπύρο Ποδάρα, που αργότερα έγιναν οι «Νορμάλ» και παίξανε μαζί του στα «Χαιρετίσματα». Χωρίς να ξέρει γιατί, εκείνη την περίοδο ένιωθε ότι πνιγόταν...και αποφάσισε να πάει μια «βόλτα» στο εξωτερικό.
Ο Βασίλης απογοητευμένος φεύγει χωρίς λεφτά στη τσέπη για τη Γερμανία, όπου τραγουδάει Θεοδωράκη, Χατζιδάκι και Μαρκόπουλο σε μπαρ και μπουατ όπου συχνάζουν Έλληνες ομογενείς, οι οποίοι εντυπωσιάζονται από τις φωνητικές δυνατότητές του και το συναίσθημα που κουβαλάει αυτή η φωνή. Σε μια περιοδεία του τον ανακαλύπτει ο Μίκης Θεοδωράκης και τον παίρνει μαζί του για συναυλίες σε ολόκληρη την Ευρώπη, μαζί με τη Μαρία Φαρταντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη. Ο Μίκης Θεοδωράκης λέει για το Βασίλη : "Ανακάλυψα το νέο Μπιθικώτση της Ελλάδας!".
ΤO ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
ΜΑζί με το φίλο του Θωμά Καλιαρδό, κάνουν σχέδια για να φύγουν στη Γερμανία. Λεφτά για τα εισιτήρια δεν υπάρχουν και ο Βασίλης πιάνει δουλειά στις «Κάψες», που βρισκόταν σε ένα στενό στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ένα μήνα μετά παίρνουν το τρένο για Φρανκφούρτη και καταλήγουν σε κάποιο σκυλάδικο ονόματι «Imperial», όπου κάποια στιγμή έτυχε και ο Βασίλης είπε ένα τραγούδι. Αυτό ήταν. Έπιασε δουλειά το ίδιο βράδυ. Έμειναν εκεί 15 μέρες και μετά σειρά είχε το Μόναχο και κάποιο άλλο νυχτερινό μαγαζί, όπου ο επιχειρηματίας του σύστησε να μη λέει πολύ καλά τραγούδια γιατί οι Γερμανοί σταματούσαν να τρώνε για να τον ακούσουν, με αποτέλεσμα να πέφτει η κατανάλωση. Η επόμενη στάση ήταν ένα στέκι που του ταίριαζε περισσότερο, γεμάτο φοιτητές και Έλληνες εργαζόμενους που λάτρευαν το Θεωδοράκη και τον Ξαρχάκο. Το πρώτο βράδυ παίρνοντας την κιθάρα του για να πει ένα τραγούδι - κατά τη γνωστή μέθοδο - κατέληξε να τραγουδήσει 6 ώρες. Εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε τη Μαρία Λεβίδη. Παντρεύτηκαν αμέσως μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα αλλά χώρισαν ύστερα από 7 χρόνια. «Αυτή η επταετία όμως,» εξομολογείται ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, «επειδή η Μαρία είναι καταπληκτικός άνθρωπος, λειτούργησε σαν αντιπαράθεση στην άλλη επταετία, στη χούντα». Όσον αφορά τη μουσική του, στο πίσω μέρος του μυαλού του υπήρχε πάντα ο Μίκης Θεοδωράκης. Έτσι απλά ένα πρωί, πήγε και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του στη Γαλλία. «Γεια σας, είμαι τραγουδιστής», του είπε. Κάθισαν στο πιάνο και τραγούδησαν για κανένά δίωρο. «Αλήθεια ενθουσιάστηκε ο Μίκης. Μου έδωσε παρτιτούρες και μου είπε ότι τώρα θ αρχίζαμε συναυλίες στην Ευρώπη και μετά στην Αμερική. Το όνειρο μιας ζωής γινόταν πραγματικότητα» αφηγείται ο ερμηνευτής της «Εξορίας». Το 1974 έκαναν την πρώτη συναυλία στη Γαλλία. Στο διάλειμμα ήρθε το μήνυμα ότι η χούντα έπεσε.
Με το τέλος της Χούντας γυρνάνε στην ελεύθερη Ελλάδα για συναυλίες, ενώ τώρα, οι δισκογραφικές εταιρείες υπό τη σκιά του Μίκη, δέχονται ευχαρίστως το Βασίλη. Μετά από λίγο κατάλαβαν ότι δε θα το μετάνιωναν ποτέ. Ο ίδιος εξομολογείται: "...Είχα περάσει από πολλές εταιρίες οι οποίες με απέρριψαν. Η φωνή μου αποτυπώθηκε για πρώτη φορά σε δίσκο το 1972, σε τέσσερα πολύ καλά τραγούδια του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη. Η εταιρία όμως που τα εξέδωσε διαλύθηκε τέσσερις μήνες μετά. Αυτή ήταν η «αποτυχία». Τα πράγματα άλλαξαν όταν, αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση γυρίσαμε με το Μίκη Θεοδωράκη από το εξωτερικό και με πήγε ο ίδιος στις δισκογραφικές εταιρίες, τις ίδιες που πριν με έδιωχναν! Ήταν οξύμωρο το σχήμα. Όταν με πήγε ο Μίκης Θεοδωράκης στη ΜΙΝΟΣ, με ρώτησαν ευγενέστατα αν είμαι καλά, πως ταξίδεψα, αν θα πάρω κάτι για κέρασμα! Τους θύμισα ότι επανειλημμένως με είχαν δει και με είχαν απορρίψει! Επέμεναν να μην το θυμούνται..."
Το 1974 ο Βασίλης γνωρίζει άλλες δύο μεγάλες προσωπικότητες του ελληνικού τραγουδιού: το Μάνο Λοϊζο και το Θάνο Μικρούτσικο, που κι οι δυο τον βοήθησαν με τα τραγούδια τους να διακριθεί.
Με το Θάνο Μικρούτσικο γνωρίζονται σε μια διαδήλωση για την Κύπρο στην πλατεία Κοντζιά. Ο Βασίλης πλησιάζει το Θάνο -που έκανε εκείνο τον καιρό κι αυτός τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία- και του λέει: "Γεια σας, με λένε Βασίλη Παπακωνσταντίνου και είμαι τραγουδιστής!". Από τότε άρχισε μια μεγάλη φιλία μεταξύ του Βασίλη και του Θάνου που επέφερε ανεπανάληπτες μουσικές στιγμες, δισκογραφικά και συναυλιακά. Ο Μικρούτσικος το 1979 θα του δώσει το "Willy" και το "Μαχαίρι" στο "Σταυρό του Νότου", τραγούδια που καθιέρωσαν το Βασίλη και τα οποία τραγουδάει σε κάθε συναυλία του.
Ο Βασίλης μετά τη γνωριμία του με το Θεοδωράκη ζητά από την εταιρεία να γνωριστεί με το Μάνο Λοιζο, ο οποίος ενθουσιάζεται με τη στεντόρεια φωνή του Βασίλη και του δίνει το "Στρατιώτη" και τον "Τρίτο Παγκόσμιο" στο δίσκο "Τα τραγούδια του δρόμου" το 1974, τραγούδια που σημάδεψαν (μαζί με το "Δρόμο" και το "Ακκορντεόν") μια ολόκληρη εποχή. Αργότερα ο Βασίλης θα τραγουδήσει κι άλλα τραγούδια του Μάνου ("Το σήριαλ", "Κι αν είμαι ROCK" από το δίσκο "Για μια μέρα ζωής", "Χαράματα Ομόνοια" και "Πρώτη Μαϊου" στο "Φοβάμαι" του 1982 κλπ).
Ο Μίκης Θεοδωράκης χρησιμοποιεί για πρώτη φορά το Βασίλη στο δίσκο "Προδομένος Λαός" -τραγούδια από την ταινία Μαντώ Μαυρογένους του Γ. Ρούσσου με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Μάνο Κατράκη- όπου ερμηνεύει 4 τραγούδια ("Το τραγούδι των Καρμπονάρων", "’ντε μια", "Κανόνια το βαρούνε", "Εδώ δεν προσκυνήσαμε"), στο "Της εξορίας" (1976), όπου ο Βασίλης ερμηνεύει όλα τα τραγούδια του δίσκου, από τα οποία ξεχωρίζει το "Έφτασες Αργά", στον "Εχθρό Λαό" -τραγούδια από το ομώνυμο θεατρικό έργο- μαζί με την Τζένη Καρέζη, στο θίασο Τζ. Καρέζη - Κ.Καζάκου και στο δίσκο "Καρυωτάκης" -μελοποιημένα ποιήματα του ποιητή. Τη δεκαετία του \'70 ο Βασίλης -πότε με τον Μίκη, με το Μάνο ή με άλλους- κάνει συνεχώς συναυλίες σε ολόκληρη την Ελλάδα και την Ευρώπη μαζί με μεγάλα ονόματα όπως η Χαρούλα Αλεξίου, ο Αντώνης Βαρδής, ο Γιάννης Ζουγανέλης, η Μαρία Φαραντούρη, ο Νικόλας ’σιμος, η Μαρία Δημητριάδη, ο Πέτρος Πανδής και ο Σάκης Μπουλάς. Αυτή τη δεκαετία θα εκδόσει και τον πρώτο του δίσκο (1978), με τραγούδια καταγγελτικά για την κοινωνία και τα συμβαίνοντα στον ελληνικό χώρο. Την ίδια χρονιά ο Θεοδωράκης θα τον επιλέξει ανάμεσα σε άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες για την παγκόσμια περιοδεία του.
Ο Βασίλης αποδεικνύει ξανά ότι είναι μεγάλος τραγουδιστής και άνθρωπος πρώτα απ\' όλα, με το να τραγουδήσει τραγούδια Αρμένικα, προσαρμοσμένα στα ελληνικά από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Η Αρμένια (1979) δεν έγινε ποτέ γνωστή στο ευρύ κοινό. Το 1982 ο Βασίλης κυκλοφορεί το δεύτερο προσωπικό του δίσκο, το "Φοβάμαι", που είναι από τους σημαντικότερους της εποχής του, γιατί άνοιξε δρόμο στα περισσότερα συγκροτήματα που δημιουργήθηκαν από τότε. Ο "Κουρσάρος", η "Στέλλα", η "Πρέβεζα" (το τελευταίο ποίημα του Καρυωτάκη), αλλά και τα "Σ\' ακολουθώ", "Σεμπάστιαν" (του Steve Harley -ήταν το πρώτο τραγούδι που πούλησε και στο εξωτερικό) και το ομώνυμο "Φοβάμαι" είναι τραγούδια διαχρονικά που σημάδεψαν την ελληνική μουσική. Ο δίσκος αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό και στιγμάτισε το χώρο της εγχώριας "ροκ" σκηνής. Χωρίς να έχει τραγούδια "σκληρά", ούτε "ροκ" με τη στενή έννοια, είναι ένας δίσκος που έφερε τον κόσμο σε επαφή με ένα διαφορετικό είδος ηλεκτρονικού ήχου. Ο χορός των επιτυχιών συνεχίζεται. Μετά το χρυσό "Φοβάμαι", έρχεται η "Διαίρεση", δίσκος που αναδεικνύει την ηλεκτρική πλευρά του Βασίλη ("Δεν Υπάρχω", "’σε με να κάνω λάθος", "Μπαλλάντα για το Γιάννη Κ."). Ακολουθεί "Η συναυλία από το Νέο Φάληρο" που είχε πρωτοφανή επιτυχία, αφού ο Βασίλης κατάφερε να γεμίσει όλο το στάδιο "Ειρήνης και Φιλίας". Τα "Χαιρετίσματα" (1987) είναι ο σημαντικότερος εμπορικά δίσκος, που πούλησε περισσότερο από 130.000 αντίτυπα μόνο το 1987(έγινε πλατινένιος), ενώ εδώ ο Βασίλης πιστοποιεί τον ροκ εαυτό του. ("Χαιρετίσματα", "Σάλιαγκας και Μάλιαγκας", "Θα \'ρθω να σε βρω", "Κρύψου") Το 1988 ο Βασίλης συνεργάζεται με το Θάνο Μικρούτσικο και το Κώστα Τριπολίτη ("Όλα από χέρι καμένα") και δημιουργούν έναν δίσκο καυστικό, που κατακρίνει και προβληματίζει τους ακροατές για τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα. Το 1989, λίγο πριν από τις εκλογές, βγαίνει το "Χορεύω" που αποτελεί σημαντικότατη ροκ κατάθεση από το Βασίλη. Το 1991 βγαίνουν δύο δίσκοι: πρώτα ένα live με τον Γιώργο Νταλάρα ("Ζωντανή ηχογράφηση από το Αττικόν") που περιέχει τραγούδια από την κοινή τους συνεύρεση στο Αττικόν και το "Χρόνια Πολλά", δίσκος με σκληρό ροκ περιεχόμενο ("Χρόνια Πολλά", "Δε σε γουστάρω", "Εν Δυο Κάτω", "Έλα", "Για τον παράδεισο"), αλλά -όπως πάντα- και με τις καθιερωμένες τρυφερές μπαλλάντες ("Γεια σου", "Ερημιά"). Είναι αυτονόητο ότι όλοι οι δίσκοι γίνονται χρυσοί (βλ. Χρυσοί και Πλατινένιοι δίσκοι). Το 1992 βγαίνει η "Σφεντόνα", κλασσικός ροκ δίσκος, με καταγγελτικά τραγούδια ("Στο γήπεδο αυτό", "Τα Χάλια μου") και μελωδικές μπαλλάντες ("Από μένα το Βασίλη"), και με δύο διασκευές: του τραγουδιού "Βράδυ Σαββάτου" του Χρήστου Κυριαζή, και του "Σπάνε οι χορδές μου", τραγούδι που είχε ερμηνεύσει πρώτα ο Βασίλης στο δίσκο των "ΝΟΡΜΑΛ" ("Υπάρχει και η φαντασία"-1987). Μεσολαβεί η ποιητική συλλογή "Φυσάει" με μελοποιημένα ποιήματα του Τάσσου Λειβαδίτη σε μουσική του Γιώργου Τσαγκαρη, και το "Δε Σηκώνει", δίσκος στον οποίο ο Βασίλης βρίσκει το μελωδικό εαυτό του με τρυφερές ροκ μπαλλάντες που δύσκολα ξαναγράφονται ("Πόρτο Ρίκο", "Οδός Ελλήνων", "Σα να μη σ\' έχασα", "Παράπονα στη Λίνα").
Το 1994 ο Βασίλης παντρεύεται την Ελένη Ράντου με την οποία δυό χρόνια αργότερα κάνουν την γλυκύτατη Νικολέττα. Ο ίδιος παρατηρεί: "... ’ργησα να γίνω μπαμπάς, παρόλο που το ήθελα πιο νωρίς. Όμως έτσι ήρθαν τα πράγματα και είμαι ευτυχισμένος. Λοιπόν μέσα σ\' αυτή τη διάρκεια των χρόνων που περνούσαν, σκεφτόμουν πώς θα ήμουν σαν πατέρας, γιατί ήθελα από μικρός που ήμουνα, οικογένεια. Να καταλάβεις έχω κάνει γάμο στα εικοσιτέσσερα μου χρόνια. Φαντάσου μέσα στη ροκίλα και μέσα στην αναγνώριση ήδη τη δική μου, από μικρή έστω μερίδα κοινού, ενώ θα μπορούσα να αποτελώ «μήλον της έριδος» για τις κοπέλες, εγώ πήγα και παντρεύτηκα γιατί είμαι τόσο δεμένος με την οικογένεια και αυτό ήθελα να συνεχίσω. Βέβαια ατυχήσαμε τότε με τη γυναίκα μου, τη Μαρία Λεβίδη. Δεν κάναμε παιδιά και κάποια στιγμή βαρεθήκαμε, χωρίσαμε, πέρασαν χρόνια και να \'μαι τώρα με την Ελένη πανευτυχής και με οικογένεια επί τέλους, έχουμε και τη Νικολέτα μας!"
Σχετικά με τη συμπεριφορά των καινούργιων γονέων ο ίδιος παραδέχεται:"...Ενώ που λες σχεδίαζα πως θα είμαι καλός πατέρας και πως πρέπει να είναι οι γονείς, όταν γεννήθηκε η Νικολέτα, ως δια μαγείας εξαφανίστηκαν όλα αυτά. Έτσι το μόνο που μπορείς να κάνεις τελικά είναι να είσαι φυσιολογικός και αληθινός. Δεν θέλει σχέδιο. Δεν θέλει ειδικό τρόπο αντιμετώπισης. Αλήθεια και αγάπη θέλει και ανοιχτή αγκαλιά. Από εκεί και πέρα όλα έρχονται μόνα τους..."
"Μέσα σε όλα να με ζητάς
κι όπου με βρίσκεις να με κρατάς
κάνε με ρούχο μέσα στο κρύο
κι όταν τρομάζεις να σου λέω: Είμαστε δύο..."
Το 1995 κυκλοφορούν "Οι Μπαλλάντες του Βασίλη", και το 1997 το "Πες μου ένα ψέμα ν\' αποκοιμηθώ", δίσκος τρυφερός αλλά καταγγελτικός. Το 1999 κυκλοφορεί το "Να με φωνάξεις" και η "Θάλασσα στη σκάλα" σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου (μετά από 11 χρόνια ο Βασίλης συνεργάζεται και πάλι με τον Θάνο Μικρούτσικο) και σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου, όπου ξεχωρίζουν οι "Μικρές Νοθείες", τα "Έφηβα Γεράκια" και το ""Γιατί να μην κεράσω". Το 2000 κυκλοφορούν επίσης δύο δίσκοι: το "Σφεντόνα LIVE" με τραγούδια από τις παραστάσεις του Βασίλη και του Θάνου στη Σφεντόνα (ξεχωρίζουν το "Μπουμ", οι τρυφερές μπαλλάντες του Βασίλη και το εντυπωσιακό "Οι εφτά νάνοι στο S/S Cyrenia"), και οι "Χαμένες Αγάπες" του Χριστόφορου Κροκίδη και του Βασίλη Γιαννόπουλου. Στις 23 Μαρτίου του 2002 κυκλοφόρησε ο νέος δίσκος του Βασίλη, το "Προσέχω δυστυχώς", με μια ελπιδοφόρα συνεργασία με τον -για χρόνια συνεργάτη, ηχολήπτη, μουσικό, συνθέτη, τραγουδιστή και μέλος των Πυξ Λαξ- Μάνο Ξυδού, η οποία έγινε επίσης χρυσή (25.000 αντίτυπα)
Το 2003 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου γιορτάζει πανηγυρικά 30 χρόνια στο ελληνικό τραγούδι με μια μεγάλη συναυλία στο θέατρο Πέτρας υπό τον τίτλο "Η γιορτή του Βασίλη", στην οποία συμμετέχουν πολλοί καλλιτέχνες όπως ο Φίλιππος Πλιάτσικας, ο Μάνος Ξυδούς, οι Όναρ, ο Κώστας Μακεδόνας, η Ευρυδίκη, ο Κώστας Θωμαίδης κλπ. Η γιορτή αυτή αποτυπώνεται σε διπλό δίσκο με τον τίτλο "Εσείς, οι φίλοι μου κι εγώ..." μαζί με ένα bonus dvd με αποσπάσματα από την βραδιά εκείνη.
Τον Ιούνιο του 2004 κυκλοφορεί το "Φρέσκο Χιόνι", μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού. Τη μουσική -μεταξύ άλλων- έχουν γράψει ο Σταμάτης Κραουνάκης, ο Μανωλης Φάμελλος, ο Νίκος Ζούδιαρης, ο Γιώργος Λειβαδάς και ο ίδιος ο Βασίλης. Είναι ένας δίσκος στον οποίο ο Βασίλης τραγουδάει σύγχρονους συνθέτες με πολλούς από τους οποίους δεν είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί στο παρελθόν. Ο δίσκος αυτός αποτελεί για τον ίδιο, όπως λέει, ένα νέο ξεκίνημα για τα επόμενα 30 χρόνια της "καριέρας" του -της μουσικής του πορείας.
Το 2005, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου γιόρτασε τα 30 χρόνια του στη δισκογραφία με μια μοναδική συναυλία στο Ηρώδειο, όπου μας θύμισε στιγμές απ\' όλη του την μέχρι σήμερα πορεία στην δισκογραφία.
Μια τέτοια βραδιά πρέπει να αποτυπώνεται και έτσι έγινε με το διπλό cd "Βασίλης Παπακωνσταντίνου-Ηρώδειο 2005-Ζωντανή Ηχογράφηση". H συναυλία έχει μαγνητοσκοπηθεί από 8 κάμερες, σε σκηνοθεσία του Γιώργο Γκάβαλου και κυκλοφορεί τον Νοέμβριο του 2005.
Τον Μάρτιο του 2007, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου κυκλοφορεί το νέο του album με τον τίτλο "Μετωπική".
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου κατάφερε όλα αυτά τα χρόνια να φτιάξει το δικό του είδος τραγουδιού με την προσωπική του σφραγίδα, χωρίς να αντιγράψει κανέναν, αλλά δεχόμενος τις επιρροές από τα πρώτα του ακούσματα και τις μεγάλες συνεργασίες του, να τις επεξεργαστεί με το δικό του ξεχωριστό τρόπο, και να τις χρησιμοποιήσει κατάλληλα. Ο Βασίλης είναι το καλό παιδί της εξέδρας κι αυτός φροντίζει να επιστρέφει την αγάπη που του δείχνει το κοινό, με τα τραγούδια, τις συναυλίες του και το χαμόγελό του Τα χρόνια περνάνε αλλά ο Παπακωνσταντίνου καταφέρνει να αντέχει στο χρόνο και να συνεχίζει ακέραιος και ακάθεκτος το ταξίδι του στον ουρανό της ελληνικής μουσικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου